ἄβατοι

ἄβατοι
ἄβατος
untrodden
masc nom/voc pl
ἄβατος
untrodden
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενηλύσιος — ἐνηλύσιος, ον (Α) [ηλύσιος] 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία) τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”